Με την ενέργειά τους αυτή, τα μέλη του ΚΑΣ, αποκλίνοντας εκκωφαντικά από τον γνωμοδοτικό ρόλο του οργάνου, συμπράττουν στην διολίσθηση του Συμβουλίου από αμιγώς επιστημονικό που θα έπρεπε να είναι σε πλήρως ελεγχόμενο κυβερνητικό όργανο.
Και αυτό είναι πραγματικά λυπηρό. Όπως, άλλωστε, και το εξόφθαλμο γεγονός πως η επιστολή αυτή διανεμήθηκε ως δελτίο τύπου του ίδιου του ΥΠΠΟΑ, την ίδια στιγμή που βρίσκεται σε εξέλιξη η δικαστική διένεξη για την τύχη του μοναδικής αρχαιολογικής αξίας ευρήματος στο σταθμό Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης.
Μας προξενεί, μάλιστα, κατάπληξη πως από το συγκεκριμένο κείμενο απουσιάζει οποιαδήποτε μνεία στην μοναδικότητα και την σπουδαιότητα του ίδιου του αρχαιολογικού ευρήματος, για την διάσωση και παραμονή του οποίου στη θέση του έχει κινητοποιηθεί σύμπασα η διεθνής κοινότητα των επιστημόνων που ασχολούνται με τις βυζαντινές αρχαιότητες.
Αντιθέτως, υιοθετούνται αβάσιμοι και αναληθείς ισχυρισμοί της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΠΟΑ και της διοίκησης της Αττικό Μετρό ΑΕ, που στο σύνολό τους έχουν αντικρουστεί πλήρως με τα νομικά υπομνήματα και τις τεχνικές εκθέσεις διακεκριμένων επιστημόνων και εμπειρογνώμων, που υποβάλλαμε μαζί με τους υπόλοιπους φορείς στο Συμβούλιο της Επικρατείας, προκειμένου να δεχτεί την αίτησή μας και να ακυρώσει την υπουργική απόφαση για την “απόσπαση/επανατοποθέτηση”.
Γίνεται σε όλους φανερό πως το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ και η Αττικό Μετρό ΑΕ στο επίδικο ζήτημα επιχειρείται να ξεπεραστεί με την επιστράτευση μεθόδων, μεταξύ των οποίων και με εκ των υστέρων (αλλά πριν την έκδοση της δικαστικής απόφασης), θεσμικά παράδοξων “συμπληρωματικών” γνωματεύσεων του ΚΑΣ.
Το κύρος και το σεβασμό δεν αρκεί να τα επικαλείται κανείς ως θέσφατα εκ προοιμίου. Χρειάζεται να κερδίζονται, να περιφρουρούνται και να επικυρώνονται από την πράξη.